- ὑμνοῦν
- ὑμνέωsing ofpres part act masc voc sg (attic epic doric)ὑμνέωsing ofpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕμνουν — ὕ̱μνουν , ὑμνέω sing of imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὕ̱μνουν , ὑμνέω sing of imperf ind act 1st sg (attic epic doric) ὑμνέω sing of imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ὑμνέω sing of imperf ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek
πορφύρης — Ήρωας τραγουδιών του ακριτικού κύκλου, των παλιότερων ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που υμνούν τους αγώνες των ακριτών εναντίον των Αράβων στη διάρκεια των σκληρών συγκρούσεών τους με το Βυζάντιο τον 9o και 10o αι. Σ’ ένα από τα άσματα αυτά… … Dictionary of Greek
σεξ — Όρος, που προέρχεται από τη λατινική λέξη sexus, στα γαλλικά sex, που σημαίνει φύλο. Καθετί που έχει σχέση με το φύλο και με τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα, εντάσσεται στην περιοχή του σεξ. Με το πέρασμα του χρόνου, ο όρος πήρε, σε … Dictionary of Greek
σκύφος — Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε. Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα… … Dictionary of Greek
σταυροαναστάσιμος — η, ο / σταυροαναστάσιμος, ον, ΝΜ 1. αυτός που αναφέρεται και στη Σταύρωση και στην Ανάσταση τού Χριστού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροαναστάσιμα τροπάρια που υμνούν τη Σταύρωση και την Ανάσταση … Dictionary of Greek
χερουβίμ — και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο τού θεού, για να τόν υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῡ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ. β.… … Dictionary of Greek
Αμπού Νουάς — (Αλ Αχβάζ, Περσία 747 – Βαγδάτη, περ. 815). Άραβας ποιητής, από τους μεγαλύτερους της εποχής του. Το αληθινό όνομά του ήταν Αλ Χασάν ιμπν Χάνι αλ Χακάμι. Ο πατέρας του καταγόταν από την Περσία και η μητέρα του από τη Δαμασκό. Ο Α.Ν. πέρασε τα… … Dictionary of Greek
Καλιακούδας, Λουκάς — (Λιδορίκι 1760 – 1807). Κλεφταρματολός. Υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, μετά τη σύλληψη του οποίου κατέφυγε στην Αιτωλία. Το 1805 συνεργάστηκε με τον Αλή πασά και διετέλεσε καπετάνιος στο αρματολίκι του Φύδαρη. Το 1807 επαναστάτησε και… … Dictionary of Greek
Κατσόγιαννος — (; – 1784). Αρματολός από την Ήπειρο. Έδρασε στους χρόνους του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Πολέμησε εναντίον του Κουρτ πασά το 1775 και κατά του Αλή πασά, οπότε σκοτώθηκε με τον συμπολεμιστή του, Βέβα, από τον Μπεκήρ Τζογαδόρο. Δημοτικά τραγούδια… … Dictionary of Greek